- ἀμίστυλλος
- ἀμίστυλλος, ον,A not cut into small pieces, Call.Aet.Fr.7.35 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμίστυλλον — ἀμίστυλλος not cut into small pieces masc/fem acc sg ἀμίστυλλος not cut into small pieces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιστύλλευτος — ἀμιστύλλευτος και ἀμίστυλλος, ον (Α) [μιστύλλω] ο μη κομματιασμένος, άκοφτος … Dictionary of Greek